- Κοζάκης-Τυπάλδος
- Επώνυμο κλάδου της οικογένειας των Τυπάλδων (βλ. λ. Τυπάλδος), από την Κεφαλονιά. Θεωρείται ότι το σκέλος Κ. προήλθε από επιγαμία με κόρη Βενετού ευγενούς (Cosacchi). Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αγαθάγγελος (Ανδρέας Κοζάκης-Τυπάλδος, Ληξούρι 1771 – Ιεροσόλυμα 1865). Μητροπολίτης Κεφαλληνίας και επίσκοπος Κριμαίας. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στο Ληξούρι, ενώ αργότερα επισκέφθηκε διάφορα μοναστήρια και περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα. Το 1806 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστικές υποθέσεις της μητρόπολης Κεφαλληνίας και, μετά από πρόσκληση του οικουμενικού πατριάρχη, εγκαταστάθηκε με την ιδιότητα του εφημέριου στο Σταυροδρόμι. Το 1809 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Τρίπολης (Συρίας), παρέμεινε όμως στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός σύνεδρος. Το 1815 εξελέγη μητροπολίτης Κεφαλληνίας, ενώ το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, της οποίας υπήρξε δραστήριο μέλος. Ανέλαβε μάλιστα να προωθήσει ένοπλους Κεφαλονίτες στην Πελοπόννησο. Η δραστηριότητά του προκάλεσε τη δυσφορία των Άγγλων, οι οποίοι τον καταδίκασαν σε εξορία. Τότε, έφυγε για τη Βενετία, όπου γνώρισε τον αυτοκράτορα της Αυστρίας και τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο A’. Το 1824, αφού ακολούθησε τον τσάρο στη Ρωσία, διορίστηκε επίσκοπος Κριμαίας και, το 1834 απέκτησε τη ρωσική ιθαγένεια. Ο Αγαθάγγελος διακρίθηκε στον Κριμαϊκό πόλεμο και τιμήθηκε με το ρωσικό στρατιωτικό παράσημο του Αγίου Γεωργίου (το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου ιδρύθηκε στην Κριμαία με δικές του δαπάνες). Όταν τελείωσε ο Κριμαϊκός πόλεμος, εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα (1856), όπου έζησε για την υπόλοιπη ζωή του. 2. Γεώργιος (Ληξούρι 1792 – Αθήνα 1867). Αγωνιστής του 1821. Μαθήτευσε στη σχολή των Κυδωνιών, με δάσκαλο τον Βενιαμίν τον Λέσβιο. Αργότερα, σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα και στο Παρίσι, ενώ εξελέγη μέλος της παρισινής Ακαδημίας Επιστημών και άλλων πνευματικών ιδρυμάτων. Από το 1817, άσκησε την ιατρική στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και, το 1820, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, όπου έδρασε κάνοντας εράνους και δημοσιεύοντας επαναστατικά κείμενα· συνέταξε τη γνωστή προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη (24 Φεβρουαρίου 1821) που καλούσε το έθνος στην Επανάσταση. Μετά την καταστροφή του Ιερού Λόχου, ακολούθησε τον Υψηλάντη στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, συνετέλεσε στην παράδοση των Τούρκων του Νεοκάστρου (7 Αυγούστου 1821) προστατεύοντάς τους παράλληλα από τη μανία των πολιορκητών και δαπάνησε την περιουσία του (150.000 χρυσές δραχμές) για τον Αγώνα. Το 1837 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, οπότε του ανατέθηκε η σύσταση του Νομισματικού Μουσείου και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της οποίας διετέλεσε έφορος (1834-62). Δημοσίευσε πολλά κείμενα με ιατρικά, φιλοσοφικά και εκπαιδευτικά θέματα και εξέδωσε σε επτά τόμους (1845-53) τις μεταφράσεις σανσκριτικών κειμένων του Δημητρίου Γαλανού. Στη B’ Εθνική Συνέλευση εξελέγη πληρεξούσιος και, το 1861, διορίστηκε γερουσιαστής.
Dictionary of Greek. 2013.